- μελαντήριον
- μελαν-τήριον, τό,A spot, stain, Sch.E.Hec.912.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελαντήριον — μελαντήριον, τὸ (Α) κηλίδα, στίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελαίνω + επίθημα τήριον, μέσω ενός αμάρτυρου *μελαντήριος (πρβλ. πλυν τήριον)] … Dictionary of Greek